ξεχερσώνω

ξεχερσώνω
μετ. поднимать целину

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεχερσώνω" в других словарях:

  • ξεχερσώνω — ξεχερσώνω, ξεχέρσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχερσώνω — μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη, εκχερσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ χερσώνω (αόρ. ἐξ εχέρσωσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • εκχέρσωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεχερσώνω εκχερσώ, η μεταβολή χέρσας έκτασης σε καλλιεργήσιμη με γεωργική ενέργεια, το ξεχέρσωμα …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεχέρσωμα — το [ξεχερσώνω] μετατροπή χέρσας γης σε γόνιμη και καλλιεργήσιμη έκταση, εκχέρσωση …   Dictionary of Greek

  • χερσοκοπώ — έω, Α [χερσοκόπος] εκχερσώνω, ξεχερσώνω, καθαρίζω και οργώνω χέρσα περιοχή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»